- μυξαδένας
- οανατ. η υπόφυση τού εγκεφάλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + αδένας. Η λ., στον λόγιο τ. μυξαδήν, μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυξαδένωμα — το επιθηλιακός όγκος που έχει τη δομή τών βλεννωδών αδένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυξαδένας + κατάλ. ωμα] … Dictionary of Greek
μυξαδενία — η [μυξαδένας] νόσος που οφείλεται σε ανατομική αλλοίωση ή λειτουργική διαταραχή τού μυξαδένα … Dictionary of Greek
μυξαδενικός — ή, ό [μυξαδένας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυξαδένα 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μυξαδενικός, η μυξαδενική αυτός, αυτή που πάσχει από μυξαδενία … Dictionary of Greek
μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… … Dictionary of Greek
υπόφυση — (Ανατ.). Σύνθετος νευροενδοκρινής αδένας με πολλαπλές λειτουργίες. Η υ. βρίσκεται σε μια οστέινη κοιλότητα στη βάση του κρανίου, το τουρκικό εφίππιο, και χωρίζεται από την κρανιακή κοιλότητα με μια μεμβράνη της σκληράς μήνιγγος (μήνιγγες). Είναι… … Dictionary of Greek